Δάπεδα - Συμπεριφορά Ακαυστότητας
Ο λόγος που πρέπει τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή και διακόσμηση ενός χώρου να είναι βραδύκαυστα είναι η προστασία των χώρων αλλά ακόμη περισσότερο όσων διαμένουν σε αυτούς ή με κάθε τρόπο τους χρησιμοποιούν.
Έτσι, δεν πρέπει να τοποθετούνται υλικά εύφλεκτα σε όποιο χώρο έχει δύσκολη έξοδο διαφυγής (πλοία, κτίρια γραφείων με πολλούς ορόφους) ή όπου συγκεντρώνονται πολλά άτομα (κινηματογράφοι, κέντρα διασκεδάσεως, ξενοδοχεία).
Ο ισχύων από το 2004 European Norm - κανονισμός χρησιμοποιεί σήμανση με ένα πρώτο γράμμα να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του υλικού στη φωτιά: Α για τα τελείως αδρανή οικοδομικά υλικά, Β να είναι το άριστα για πλαστικά δάπεδα και μοκέτες, C το αποδεκτό για να χαρακτηρισθεί το υλικό σαν βραδύκαυστο. D, E, F να συμβολίζουν αύξουσα σειρά αναφλεξιμότητας. Ακολουθεί ο δείκτης fl από flame (φλόγα) και έπειτα γίνεται η διάκριση για εκπομπή καπνού και επικίνδυνων αναθυμιάσεων κατά την καύση με το γράμμα s από smoke (καπνός), ακολουθούμενο από ένα αριθμό με 1 να είναι το καλύτερο, ενώ 2 να δείχνει την πιθανή ακαταλληλότητα του υλικού.
Έτσι το τυπικά σωστό για τα πλαστικά δάπεδα και τις μοκέτες ώστε να εκπληρώνει τις απαιτήσεις ακαυστότητας είναι:
Bfl-s1 πάνω από το ικανοποιητικό.
Cfl-s1 ικανοποιητικό.
Υπάρχουν ακόμη δείγματα ή προδιαγραφές με τους παλαιότερους κανονισμούς DIN και τους παραθέτουμε αναφέροντας ότι το αντίστοιχο του Β1 είναι σήμερα το Cfl-s1.
Παλαιότεροι κανονισμοί
Η συμπεριφορά στη φωτιά κρίνεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα αν μιλάμε για στοιχεία μιας οικοδομής (τοίχοι, κολώνες, σκάλες, δοκάρια κλπ), ή αν μιλάμε για υλικά επενδύσεως όπως χρώματα, ταπετσαρίες, πλαστικά δάπεδα, μοκέτες, laminate κλπ.
Οι προδιαγραφές ακαυστότητας (ή συμπεριφοράς στη φωτιά) είναι κοινές για όλα τα είδη επενδύσεως.
Σύμφωνα με τους Γερμανικούς κανονισμούς DIN οι κατηγορίες τους είναι οι εξής:
Β1 όχι εύκολα αναφλέξιμα (χαμηλή διάδοση φωτιάς)
Β2 κανονικά αναφλέξιμα (φυσιολογική συμπεριφορά στη φωτιά)
Β3 εύκολα αναφλέξιμα
Όλα τα είδη από πλαστικό, PVC, μαλλί, linoleum, καουτσούκ, μοκέτα κλπ, καίγονται. Αυτό που προδιαγράφεται είναι ο βαθμός δυσκολίας και αν συντηρούν τη φλόγα. Τα τεστ γίνονται κυρίως από το Institut fur Bautechnik στο Bερολίνο όπου τα δείγματα καίγονται με απόλυτα καθορισμένο τρόπο, μέγεθος, ένταση φωτιάς, χρόνο κλπ. Για να χαρακτηρισθεί Β1 ένα υλικό, πρέπει να σταματήσει να καίγεται όταν απομακρυνθεί η πηγή της φωτιάς, δηλαδή, όπως λέγεται, να μη συντηρεί τη φλόγα. Οι οργανισμοί που δίνουν τα πιστοποιητικά έχουν δικαίωμα (και το κάνουν) να παίρνουν δείγματα για επανέλεγχο, απροειδοποίητα από τυχαίες παραγωγές. Για ένα δάπεδο που πιστοποιείται Β1, δεν ισχύει η πιστοποίηση για κατακόρυφη τοποθέτηση (τοίχους, σκάλες). Χρειάζεται άλλος έλεγχος.
Υπάρχουν και άλλοι τρόποι ελέγχου της συμπεριφοράς στη φωτιά. Τα πλαστικά δάπεδα ελέγχονται κατά DIN 51960 & 51961 πόσο επηρεάζονται από τοπικό κάψιμο, όπως από ένα αναμμένο τσιγάρο. Οι μοκέτες ελέγχονται κατά DIN 66081 σύμφωνα με τα τεστ του DIN 54332 και οι κατηγορίες είναι:
Τ-a Το δείγμα σταματάει να καίγεται 5sec από την απομάκρυνση της φλόγας.
Τ-b Το δείγμα δεν έχει καεί ολοκληρωτικά μέσα σε 25sec.
T-c Το δείγμα έχει καεί τελείως μέσα σε 10sec.
Γενικά οι επαγγελματικές μοκέτες είναι όλες Τ-a. Εκτός από τις Γερμανικές κατηγορίες ακαυστότητας, όπως αναφέρονται παραπάνω, και άλλες χώρες έχουν δικούς τους αντίστοιχους κανονισμούς (όχι πάντως της ίδιας αυστηρότητας).
Το αντίστοιχο της κατηγορίας Β1 σε άλλες χώρες είναι:
Γαλλία Μ3
Βέλγιο Α3
Ολλανδία Τ1